- μήνιμα
- μήνῑμα , μήνιμαcause of wrathneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής … Dictionary of Greek
μηνίματ' — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl μηνί̱ματι , μήνιμα cause of wrath neut dat sg μηνί̱ματε , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνισμα — τὸ (Α) [μηνίζω] μήνιμα* … Dictionary of Greek
μηνίαμα — μηνίαμα, τὸ (Α) [μηνιώ] μήνιμα* … Dictionary of Greek
προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] … Dictionary of Greek
μηνιμάτων — μηνῑμάτων , μήνιμα cause of wrath neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίμασι — μηνί̱μασι , μήνιμα cause of wrath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίματα — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίματος — μηνί̱ματος , μήνιμα cause of wrath neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)